σκοτοποιός

σκοτοποιός
ὁ, Α
αυτός που επιφέρει σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκοτοποιός — making darkness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτοποιόν — σκοτοποιός making darkness masc/fem acc sg σκοτοποιός making darkness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτοποιῷ — σκοτοποιός making darkness masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκοτοποιΐα — ἡ, Α [σκοτοποιός] η δημιουργία σκοταδιού …   Dictionary of Greek

  • σκοτοποιῶν — σκοτοποιέω making darkness pres part act masc nom sg (attic epic doric) σκοτοποιός making darkness masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”